καταπλήξ

καταπλήξ
καταπλήξ
stricken
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπλήξ — καταπλήξ, ήγος, ὁ, ἡ (AM) μσν. χτυπημένος αρχ. 1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος 2. υπερβολικά ντροπαλός 3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος 4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καταπλῆγα — καταπλήξ stricken masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλῆγας — καταπλήξ stricken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλῆγες — καταπλήξ stricken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”